- ισχυρόδετος
- ἰσχυρόδετος, -ον (Α)δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτό-δετος, λινό-δετος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσχυροδέτοις — ἰσχυρόδετος fastbound masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek